ξεμαλλιασμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ξεμαλλιασμένος | η | ξεμαλλιασμένη | το | ξεμαλλιασμένο |
| γενική | του | ξεμαλλιασμένου | της | ξεμαλλιασμένης | του | ξεμαλλιασμένου |
| αιτιατική | τον | ξεμαλλιασμένο | την | ξεμαλλιασμένη | το | ξεμαλλιασμένο |
| κλητική | ξεμαλλιασμένε | ξεμαλλιασμένη | ξεμαλλιασμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ξεμαλλιασμένοι | οι | ξεμαλλιασμένες | τα | ξεμαλλιασμένα |
| γενική | των | ξεμαλλιασμένων | των | ξεμαλλιασμένων | των | ξεμαλλιασμένων |
| αιτιατική | τους | ξεμαλλιασμένους | τις | ξεμαλλιασμένες | τα | ξεμαλλιασμένα |
| κλητική | ξεμαλλιασμένοι | ξεμαλλιασμένες | ξεμαλλιασμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /kse.ma.ʎaˈzme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ξε‐μαλ‐λια‐σμέ‐νος
Μετοχή
ξεμαλλιασμένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ξεμαλλιάζω
- που τον έχουν ξεμαλλιάσει, όπως σε καβγά
- αχτένιστος
- → και δείτε τη λέξη αναμαλλιάρης
Μεταφράσεις
ξεμαλλιασμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.