ξεμαλλιάζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ξεμαλλιάζω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
ξεμαλλιάζω
- τραβώ κάποιον από τα μαλλιά πάνω σε καβγά, σαν να θέλω να του τα ξεριζώσω
- ανακατεύω τα μαλλιά κάποιου, του χαλάω το χτένισμα
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ξεμαλλιάζω | ξεμάλλιαζα | θα ξεμαλλιάζω | να ξεμαλλιάζω | ξεμαλλιάζοντας | |
| β' ενικ. | ξεμαλλιάζεις | ξεμάλλιαζες | θα ξεμαλλιάζεις | να ξεμαλλιάζεις | ξεμάλλιαζε | |
| γ' ενικ. | ξεμαλλιάζει | ξεμάλλιαζε | θα ξεμαλλιάζει | να ξεμαλλιάζει | ||
| α' πληθ. | ξεμαλλιάζουμε | ξεμαλλιάζαμε | θα ξεμαλλιάζουμε | να ξεμαλλιάζουμε | ||
| β' πληθ. | ξεμαλλιάζετε | ξεμαλλιάζατε | θα ξεμαλλιάζετε | να ξεμαλλιάζετε | ξεμαλλιάζετε | |
| γ' πληθ. | ξεμαλλιάζουν(ε) | ξεμάλλιαζαν ξεμαλλιάζαν(ε) |
θα ξεμαλλιάζουν(ε) | να ξεμαλλιάζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ξεμάλλιασα | θα ξεμαλλιάσω | να ξεμαλλιάσω | ξεμαλλιάσει | ||
| β' ενικ. | ξεμάλλιασες | θα ξεμαλλιάσεις | να ξεμαλλιάσεις | ξεμάλλιασε | ||
| γ' ενικ. | ξεμάλλιασε | θα ξεμαλλιάσει | να ξεμαλλιάσει | |||
| α' πληθ. | ξεμαλλιάσαμε | θα ξεμαλλιάσουμε | να ξεμαλλιάσουμε | |||
| β' πληθ. | ξεμαλλιάσατε | θα ξεμαλλιάσετε | να ξεμαλλιάσετε | ξεμαλλιάστε | ||
| γ' πληθ. | ξεμάλλιασαν ξεμαλλιάσαν(ε) |
θα ξεμαλλιάσουν(ε) | να ξεμαλλιάσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ξεμαλλιάσει | είχα ξεμαλλιάσει | θα έχω ξεμαλλιάσει | να έχω ξεμαλλιάσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ξεμαλλιάσει | είχες ξεμαλλιάσει | θα έχεις ξεμαλλιάσει | να έχεις ξεμαλλιάσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ξεμαλλιάσει | είχε ξεμαλλιάσει | θα έχει ξεμαλλιάσει | να έχει ξεμαλλιάσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ξεμαλλιάσει | είχαμε ξεμαλλιάσει | θα έχουμε ξεμαλλιάσει | να έχουμε ξεμαλλιάσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ξεμαλλιάσει | είχατε ξεμαλλιάσει | θα έχετε ξεμαλλιάσει | να έχετε ξεμαλλιάσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ξεμαλλιάσει | είχαν ξεμαλλιάσει | θα έχουν ξεμαλλιάσει | να έχουν ξεμαλλιάσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.