ξεμαλλιάζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ξεμαλλιάζω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα

ξεμαλλιάζω

  1. τραβώ κάποιον από τα μαλλιά πάνω σε καβγά, σαν να θέλω να του τα ξεριζώσω
  2. ανακατεύω τα μαλλιά κάποιου, του χαλάω το χτένισμα


Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.