ξεκούρασμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξεκούρασμα τα ξεκουράσματα
      γενική του ξεκουράσματος των ξεκουρασμάτων
    αιτιατική το ξεκούρασμα τα ξεκουράσματα
     κλητική ξεκούρασμα ξεκουράσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ξεκούρασμα < ξεκουράζομαι

Ουσιαστικό

ξεκούρασμα ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.