ξαπόσταμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ξαπόσταμα | τα | ξαποστάματα |
| γενική | του | ξαποστάματος | των | ξαποσταμάτων |
| αιτιατική | το | ξαπόσταμα | τα | ξαποστάματα |
| κλητική | ξαπόσταμα | ξαποστάματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ξαπόσταμα < ξαποσταίνω + -μα
Ουσιαστικό
ξαπόσταμα ουδέτερο
Μεταφράσεις
ξαπόσταμα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.