αποσταμάρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποσταμάρα οι αποσταμάρες
      γενική της αποσταμάρας
    αιτιατική την αποσταμάρα τις αποσταμάρες
     κλητική αποσταμάρα αποσταμάρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αποσταμάρα < απόσταμα + -άρα < αποσταίνω + -μα

Ουσιαστικό

αποσταμάρα θηλυκό

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.