αναπαμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αναπαμός | οι | αναπαμοί |
| γενική | του | αναπαμού | των | αναπαμών |
| αιτιατική | τον | αναπαμό | τους | αναπαμούς |
| κλητική | αναπαμέ | αναπαμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
αναπαμός αρσενικό
- Η ανάπαυση, η ξεκούραση, το γαλήνεμα φυσικών στοιχείων ή ανθρώπων, η ηρεμία, η ανάπαυλα, ιδιωματικά λέγεται και αναπαημός
- ※ Περπατάγανε τριανταδυό μερόνυχτα δίχως αναπαμό. (Τάκης Αδάμος Όσο χτυπάει η καρδιά [διήγημα])
- Αυτό το παιδί αναπαμό δεν έχει! (δεν ησυχάζει ούτε αφήνει τους άλλους να ησυχάσουν)
- Πολύ δραστήριος άνθρωπος, δεν έχει αναπαμό! (δεν παίρνει ανάσα από την πολλή δουλειά)
- Η θάλασσα στο Κάβο Ντόρο αναπαμό δεν έχει (δεν γαληνεύει ποτέ)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.