ξεδοντιασμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ξεδοντιασμένος | η | ξεδοντιασμένη | το | ξεδοντιασμένο |
| γενική | του | ξεδοντιασμένου | της | ξεδοντιασμένης | του | ξεδοντιασμένου |
| αιτιατική | τον | ξεδοντιασμένο | την | ξεδοντιασμένη | το | ξεδοντιασμένο |
| κλητική | ξεδοντιασμένε | ξεδοντιασμένη | ξεδοντιασμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ξεδοντιασμένοι | οι | ξεδοντιασμένες | τα | ξεδοντιασμένα |
| γενική | των | ξεδοντιασμένων | των | ξεδοντιασμένων | των | ξεδοντιασμένων |
| αιτιατική | τους | ξεδοντιασμένους | τις | ξεδοντιασμένες | τα | ξεδοντιασμένα |
| κλητική | ξεδοντιασμένοι | ξεδοντιασμένες | ξεδοντιασμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ξεδοντιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξεδοντιάζω, ξεδοντιάζομαι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.