ξεδοντιάζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ξεδοντιάζω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
ξεδοντιάζω, πρτ.: ξεδόντιαζα, στ.μέλλ.: θα ξεδοντιάσω, αόρ.: ξεδόντιασα, παθ.φωνή: ξεδοντιάζομαι, μτχ.π.π.: ξεδοντιασμένος
- αφαιρώ από κάποιον τα δόντια
- (μεταφορικά) αφαιρώ από κάποιον τα όπλα ή τα επιχειρήματα και τον καθιστώ αξιοθρήνητα ακίνδυνο
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ξεδοντιάζω | ξεδόντιαζα | θα ξεδοντιάζω | να ξεδοντιάζω | ξεδοντιάζοντας | |
| β' ενικ. | ξεδοντιάζεις | ξεδόντιαζες | θα ξεδοντιάζεις | να ξεδοντιάζεις | ξεδόντιαζε | |
| γ' ενικ. | ξεδοντιάζει | ξεδόντιαζε | θα ξεδοντιάζει | να ξεδοντιάζει | ||
| α' πληθ. | ξεδοντιάζουμε | ξεδοντιάζαμε | θα ξεδοντιάζουμε | να ξεδοντιάζουμε | ||
| β' πληθ. | ξεδοντιάζετε | ξεδοντιάζατε | θα ξεδοντιάζετε | να ξεδοντιάζετε | ξεδοντιάζετε | |
| γ' πληθ. | ξεδοντιάζουν(ε) | ξεδόντιαζαν ξεδοντιάζαν(ε) |
θα ξεδοντιάζουν(ε) | να ξεδοντιάζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ξεδόντιασα | θα ξεδοντιάσω | να ξεδοντιάσω | ξεδοντιάσει | ||
| β' ενικ. | ξεδόντιασες | θα ξεδοντιάσεις | να ξεδοντιάσεις | ξεδόντιασε | ||
| γ' ενικ. | ξεδόντιασε | θα ξεδοντιάσει | να ξεδοντιάσει | |||
| α' πληθ. | ξεδοντιάσαμε | θα ξεδοντιάσουμε | να ξεδοντιάσουμε | |||
| β' πληθ. | ξεδοντιάσατε | θα ξεδοντιάσετε | να ξεδοντιάσετε | ξεδοντιάστε | ||
| γ' πληθ. | ξεδόντιασαν ξεδοντιάσαν(ε) |
θα ξεδοντιάσουν(ε) | να ξεδοντιάσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ξεδοντιάσει | είχα ξεδοντιάσει | θα έχω ξεδοντιάσει | να έχω ξεδοντιάσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ξεδοντιάσει | είχες ξεδοντιάσει | θα έχεις ξεδοντιάσει | να έχεις ξεδοντιάσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ξεδοντιάσει | είχε ξεδοντιάσει | θα έχει ξεδοντιάσει | να έχει ξεδοντιάσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ξεδοντιάσει | είχαμε ξεδοντιάσει | θα έχουμε ξεδοντιάσει | να έχουμε ξεδοντιάσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ξεδοντιάσει | είχατε ξεδοντιάσει | θα έχετε ξεδοντιάσει | να έχετε ξεδοντιάσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ξεδοντιάσει | είχαν ξεδοντιάσει | θα έχουν ξεδοντιάσει | να έχουν ξεδοντιάσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.