ξεβοτάνισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξεβοτάνισμα τα ξεβοτανίσματα
      γενική του ξεβοτανίσματος των ξεβοτανισμάτων
    αιτιατική το ξεβοτάνισμα τα ξεβοτανίσματα
     κλητική ξεβοτάνισμα ξεβοτανίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ξεβοτάνισμα < ξεβοτανίζω, ξεβοτανισ- + -μα

Προφορά

ΔΦΑ : /kse.voˈta.ni.zma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ξεβοτάνισμα

Ουσιαστικό

ξεβοτάνισμα ουδέτερο

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.