βοτάνισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βοτάνισμα τα βοτανίσματα
      γενική του βοτανίσματος των βοτανισμάτων
    αιτιατική το βοτάνισμα τα βοτανίσματα
     κλητική βοτάνισμα βοτανίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βοτάνισμα < (βοτανίζω) βοτανισ- + -μα

Προφορά

ΔΦΑ : /voˈta.ni.zma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βοτάνισμα

Ουσιαστικό

βοτάνισμα ουδέτερο

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.