ξεβοτανίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ξεβοτανίζω < (ελληνιστική κοινή) ἐκβοτανίζω < ἐκ (ξε-) + βοτανίζω
Προφορά
- ΔΦΑ : /kse.vo.taˈni.zo/
Συγγενικά
- ξεβοτάνισμα
- → δείτε τις λέξεις βοτανίζω και βοτάνι
Συνώνυμα
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ξεβοτανίζω | ξεβοτάνιζα | θα ξεβοτανίζω | να ξεβοτανίζω | ξεβοτανίζοντας | |
| β' ενικ. | ξεβοτανίζεις | ξεβοτάνιζες | θα ξεβοτανίζεις | να ξεβοτανίζεις | ξεβοτάνιζε | |
| γ' ενικ. | ξεβοτανίζει | ξεβοτάνιζε | θα ξεβοτανίζει | να ξεβοτανίζει | ||
| α' πληθ. | ξεβοτανίζουμε | ξεβοτανίζαμε | θα ξεβοτανίζουμε | να ξεβοτανίζουμε | ||
| β' πληθ. | ξεβοτανίζετε | ξεβοτανίζατε | θα ξεβοτανίζετε | να ξεβοτανίζετε | ξεβοτανίζετε | |
| γ' πληθ. | ξεβοτανίζουν(ε) | ξεβοτάνιζαν ξεβοτανίζαν(ε) |
θα ξεβοτανίζουν(ε) | να ξεβοτανίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ξεβοτάνισα | θα ξεβοτανίσω | να ξεβοτανίσω | ξεβοτανίσει | ||
| β' ενικ. | ξεβοτάνισες | θα ξεβοτανίσεις | να ξεβοτανίσεις | ξεβοτάνισε | ||
| γ' ενικ. | ξεβοτάνισε | θα ξεβοτανίσει | να ξεβοτανίσει | |||
| α' πληθ. | ξεβοτανίσαμε | θα ξεβοτανίσουμε | να ξεβοτανίσουμε | |||
| β' πληθ. | ξεβοτανίσατε | θα ξεβοτανίσετε | να ξεβοτανίσετε | ξεβοτανίστε | ||
| γ' πληθ. | ξεβοτάνισαν ξεβοτανίσαν(ε) |
θα ξεβοτανίσουν(ε) | να ξεβοτανίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ξεβοτανίσει | είχα ξεβοτανίσει | θα έχω ξεβοτανίσει | να έχω ξεβοτανίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ξεβοτανίσει | είχες ξεβοτανίσει | θα έχεις ξεβοτανίσει | να έχεις ξεβοτανίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ξεβοτανίσει | είχε ξεβοτανίσει | θα έχει ξεβοτανίσει | να έχει ξεβοτανίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ξεβοτανίσει | είχαμε ξεβοτανίσει | θα έχουμε ξεβοτανίσει | να έχουμε ξεβοτανίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ξεβοτανίσει | είχατε ξεβοτανίσει | θα έχετε ξεβοτανίσει | να έχετε ξεβοτανίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ξεβοτανίσει | είχαν ξεβοτανίσει | θα έχουν ξεβοτανίσει | να έχουν ξεβοτανίσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.