ξανθόμαλλος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ξανθόμαλλος | η | ξανθόμαλλη | το | ξανθόμαλλο |
| γενική | του | ξανθόμαλλου | της | ξανθόμαλλης | του | ξανθόμαλλου |
| αιτιατική | τον | ξανθόμαλλο | την | ξανθόμαλλη | το | ξανθόμαλλο |
| κλητική | ξανθόμαλλε | ξανθόμαλλη | ξανθόμαλλο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ξανθόμαλλοι | οι | ξανθόμαλλες | τα | ξανθόμαλλα |
| γενική | των | ξανθόμαλλων | των | ξανθόμαλλων | των | ξανθόμαλλων |
| αιτιατική | τους | ξανθόμαλλους | τις | ξανθόμαλλες | τα | ξανθόμαλλα |
| κλητική | ξανθόμαλλοι | ξανθόμαλλες | ξανθόμαλλα | |||
| Συγκρίνετε με το ξανθομάλλης. | ||||||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ξανθόμαλλος < ξανθό- + -μαλλος
Προφορά
- ΔΦΑ : /ksanˈθo.ma.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ξαν‐θό‐μαλ‐λος
Μεταφράσεις
ξανθόμαλλος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.