ξανθόθριξ

Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των σελίδων που χρειάζονται επιμέλεια και έλεγχο
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού.

Για έλεγχο. Είναι ελληνιστικό? Έχει και v.l. προς πυρρόθριξ Solon Lyricus [Sol.] vi B.C. Ed. T. Bergk, PLG ii p. 34: new fragments cited apud Arist. Ath. Οι υπόλοιποι συγγραφείς είναι μεταγενέστεροι. Sarri.greek  | 00:55, 10 Μαρτίου 2023 (UTC).


Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική / ξανθόθριξ οἱ/αἱ ξανθόθριχες
      γενική τοῦ/τῆς ξανθόθριχος τῶν ξανθοθρίχων
      δοτική τῷ/τῇ ξανθόθριχ τοῖς/ταῖς ξανθόθριξ(ν)
    αιτιατική τὸν/τὴν ξανθόθριχ τοὺς/τὰς ξανθόθριχᾰς
     κλητική ! ξανθόθριξ ξανθόθριχες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ξανθόθριχε
γεν-δοτ τοῖν  ξανθοθρίχοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνυξ' όπως «ὄνυξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ξανθόθριξ < ξανθό- + -θριξ

Ουσιαστικό

ξανθόθριξ αρσενικό ή θηλυκό

  • ξανθοτρίχης, ξανθομάλλης
      οἱ δὲ ἄνδρες εὐμηκέστεροι τῶν Κελτῶν εἰσι καὶ ἧσσον ξανθότριχες͵ χαυνότεροι δὲ τοῖς σώμασι (Στράβων, 64 π.Χ. - 24 μ.Χ., Γεωγραφικά, Δ, 5.2)
    οι δε άνδρες είναι ψηλότεροι από τους Κέλτες και ήταν ξανθότριχες (είχαν ξανθά μαλλιά), πλαδαρότεροι δε στο σώμα

Συνώνυμα

  • ξανθοκάρηνος
  • ξανθοκόμης, ξανθόκομος

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.