ξανθόθριξ
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού. |
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ξανθόθριξ | οἱ/αἱ | ξανθόθριχες |
| γενική | τοῦ/τῆς | ξανθόθριχος | τῶν | ξανθοθρίχων |
| δοτική | τῷ/τῇ | ξανθόθριχῐ | τοῖς/ταῖς | ξανθόθριξῐ(ν) |
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ξανθόθριχᾰ | τοὺς/τὰς | ξανθόθριχᾰς |
| κλητική ὦ! | ξανθόθριξ | ξανθόθριχες | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ξανθόθριχε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ξανθοθρίχοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνυξ' όπως «ὄνυξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ξανθόθριξ < ξανθό- + -θριξ
Ουσιαστικό
ξανθόθριξ αρσενικό ή θηλυκό
- ξανθοτρίχης, ξανθομάλλης
- ※ οἱ δὲ ἄνδρες εὐμηκέστεροι τῶν Κελτῶν εἰσι καὶ ἧσσον ξανθότριχες͵ χαυνότεροι δὲ τοῖς σώμασι (Στράβων, 64 π.Χ. - 24 μ.Χ., Γεωγραφικά, Δ, 5.2)
- οι δε άνδρες είναι ψηλότεροι από τους Κέλτες και ήταν ξανθότριχες (είχαν ξανθά μαλλιά), πλαδαρότεροι δε στο σώμα
- ※ οἱ δὲ ἄνδρες εὐμηκέστεροι τῶν Κελτῶν εἰσι καὶ ἧσσον ξανθότριχες͵ χαυνότεροι δὲ τοῖς σώμασι (Στράβων, 64 π.Χ. - 24 μ.Χ., Γεωγραφικά, Δ, 5.2)
Συνώνυμα
- ξανθοκάρηνος
- ξανθοκόμης, ξανθόκομος
Πηγές
- ξανθόθριξ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ξανθόθριξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.