υποβιβασμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | υποβιβασμός | οι | υποβιβασμοί |
| γενική | του | υποβιβασμού | των | υποβιβασμών |
| αιτιατική | τον | υποβιβασμό | τους | υποβιβασμούς |
| κλητική | υποβιβασμέ | υποβιβασμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- υποβιβασμός < (ελληνιστική κοινή) ὑποβιβασμός (=μετάβαση προς τα κάτω) < ὑποβιβάζω < ὑπό + βιβάζω
Ουσιαστικό
υποβιβασμός αρσενικό
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του υποβιβάζω
- πτώση ηθική ή αξιολογική
- Ανησυχούμε για τον υποβιβασμό της παιδείας.
- τοποθέτηση ενός ατόμου, ομάδας, πράγματος κ.λπ. σε κατώτερη θέση
- Το αθλητικό δικαστήριο αποφάσισε τον υποβιβασμό της ομάδας στην Δ΄ Κατηγορία λόγω του σκανδάλου των πουλημένων αγώνων.
Μεταφράσεις
υποβιβασμός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.