υποβιβασμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο υποβιβασμός οι υποβιβασμοί
      γενική του υποβιβασμού των υποβιβασμών
    αιτιατική τον υποβιβασμό τους υποβιβασμούς
     κλητική υποβιβασμέ υποβιβασμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υποβιβασμός < (ελληνιστική κοινή) ὑποβιβασμός (=μετάβαση προς τα κάτω) < ὑποβιβάζω < ὑπό + βιβάζω

Ουσιαστικό

υποβιβασμός αρσενικό

  1. πτώση ηθική ή αξιολογική
    Ανησυχούμε για τον υποβιβασμό της παιδείας.
  2. τοποθέτηση ενός ατόμου, ομάδας, πράγματος κ.λπ. σε κατώτερη θέση
    Το αθλητικό δικαστήριο αποφάσισε τον υποβιβασμό της ομάδας στην Δ΄ Κατηγορία λόγω του σκανδάλου των πουλημένων αγώνων.

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.