ξέχωρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ξέχωρος | η | ξέχωρη | το | ξέχωρο |
| γενική | του | ξέχωρου | της | ξέχωρης | του | ξέχωρου |
| αιτιατική | τον | ξέχωρο | την | ξέχωρη | το | ξέχωρο |
| κλητική | ξέχωρε | ξέχωρη | ξέχωρο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ξέχωροι | οι | ξέχωρες | τα | ξέχωρα |
| γενική | των | ξέχωρων | των | ξέχωρων | των | ξέχωρων |
| αιτιατική | τους | ξέχωρους | τις | ξέχωρες | τα | ξέχωρα |
| κλητική | ξέχωροι | ξέχωρες | ξέχωρα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ξέχωρος μεσαιωνική ελληνική < ξεχωρίζω
Επίθετο
ξέχωρος
- που ξεχωρίζει, είναι χώρια, σε μια ειδική θέση ή πάντως μακριά από άλλα ομοειδή, απομονωμένος
- που είναι πολύ καλύτερος, ξεχωριστός
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.