ξεχώρισμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ξεχώρισμα | τα | ξεχωρίσματα |
| γενική | του | ξεχωρίσματος | των | ξεχωρισμάτων |
| αιτιατική | το | ξεχώρισμα | τα | ξεχωρίσματα |
| κλητική | ξεχώρισμα | ξεχωρίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ξεχώρισμα < ξεχωρίζω
Ουσιαστικό
ξεχώρισμα ουδέτερο
- ο διαχωρισμός
- Αίσθηση του νού είναι η σωστή γέψη και το ξεχώρισμα, γιατί όπως με τη γέψη τη σωματική ξεχωρίζουμε αλάθευτα τα καλά από τα κακά φαγητά , έτσι κι ο νους μας... (απόδοση Φώτη Κόντογλου, σε κείμενο του Αγίου Διαδόχου, επισκόπου Φωτικής)
Μεταφράσεις
ξεχώρισμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.