ξέχωρα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ξέχωρα < λείπει η ετυμολογία

Επίρρημα

ξέχωρα

  1. χώρια, εκτός από, ανεξάρτητα
    ξέχωρα από το αποτέλεσμα, σημασία έχει η προσπάθεια
  2. χώρια, ξεχωριστά
      Αντιλαμβανόταν πλήρως πως σ' ένα θάλαμο τριάντα ατόμων η μοναδική εφημερίδα δε γινόταν να διαβαστεί από τον καθένα ξέχωρα. (Μάριος Χάκκας, Το σινεμά)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.