χώρια

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

χώρια < μεσαιωνική ελληνική χωριά < αρχαία ελληνική χωρίς

Επίρρημα

χώρια

  1. χωριστά
  2. εκτός από

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.