χώρια
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
χώρια
<
μεσαιωνική ελληνική
χωριά
<
αρχαία ελληνική
χωρίς
Επίρρημα
χώρια
χωριστά
εκτός
από
Συνώνυμα
χωριστά
άσμιχτα
Αντώνυμα
μαζί
Μεταφράσεις
→
δείτε
τη
λέξη
χωριστά
χώρια
αγγλικά
:
asunder
(en)
γαλλικά
:
à part
(fr)
,
séparément
(fr)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.