ξέπνοος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ξέπνοος | η | ξέπνοη | το | ξέπνοο |
| γενική | του | ξέπνοου | της | ξέπνοης | του | ξέπνοου |
| αιτιατική | τον | ξέπνοο | την | ξέπνοη | το | ξέπνοο |
| κλητική | ξέπνοε | ξέπνοη | ξέπνοο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ξέπνοοι | οι | ξέπνοες | τα | ξέπνοα |
| γενική | των | ξέπνοων | των | ξέπνοων | των | ξέπνοων |
| αιτιατική | τους | ξέπνοους | τις | ξέπνοες | τα | ξέπνοα |
| κλητική | ξέπνοοι | ξέπνοες | ξέπνοα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ξέπνοος < αρχαία ελληνική ἔκπνοος-ἔκπνους
Επίθετο
ξέπνοος, -η, -ο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.