ξέπνοα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ξέπνοα < ξέπνοος

Επίρρημα

ξέπνοα

  1. χωρίς ένταση, χωρίς δυνάμεις
    ...μιλούσε ξέπνοα, νόμιζα ότι ήταν στα τελευταία της

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

ξέπνοα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.