ξέπνοα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ξέπνοα < ξέπνοος
Επίρρημα
ξέπνοα
- χωρίς ένταση, χωρίς δυνάμεις
- ...μιλούσε ξέπνοα, νόμιζα ότι ήταν στα τελευταία της
Μεταφράσεις
ξέπνοα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.