ξε-

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ξε- < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἐξε- < ἐξ-[1] (αρχαία πρόθεση εκ και εξ), από την εσωτερική αύξηση στον αόριστο του συγγενούς ρήματος (π.χ. από τον αόριστο του ἐκθεόω, ἐξεθέωσα, προέκυψε το ξεθέωσα και τελικά καθιερώθηκε ως ενεστώτας το ξεθεώνω και ως ουσιαστικά το ξεθέωμα)

Προφορά

ΔΦΑ : /kse/

Πρόθημα

ξε- ή ξέ- και ξ-

  1. (για ρήματα) αντίθετη ενέργεια της πρωτότυπης λέξης
    ξεβάφω,
  2. το τέλος της κατάστασης που δηλώνει η πρωτότυπη λέξη
    ξενυστάζω
  3. έξω, προς τα έξω
    ξεπορτίζω, ξεγεννάω, ξέμπαρκος
  4. (επίταση, υπερβολή) τελείως
    ξεκαρδίζομαι, ξεθεώνω, ξεκουφαίνομαι
  5. (προφορικό) σε περιστασιακές συνθέσεις και στερεότυπες εκφράσεις: δείχνει απόρριψη ή αδιαφορία
    είπα ξείπα
     συνώνυμα: μ-

  • Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ξε- στο Βικιλεξικό
  • Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ξέ- στο Βικιλεξικό
  • Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ξ- στο Βικιλεξικό

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.