outlier

Αγγλικά (en)

Προφορά
/?/

Επίθετο
- (στατιστική) έκτοπος
- ξέμπαρκος, εκτός του κυρίως σώματος, αποκλίνων, εκτός εύρους-φάσματος, παράταιρος, περιθωριακός, οριακά ενταγμένος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.