μεσονύκτιον
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | μεσονύκτιον | τὰ | μεσονύκτιᾰ |
| γενική | τοῦ | μεσονυκτίου | τῶν | μεσονυκτίων |
| δοτική | τῷ | μεσονυκτίῳ | τοῖς | μεσονυκτίοις |
| αιτιατική | τὸ | μεσονύκτιον | τὰ | μεσονύκτιᾰ |
| κλητική ὦ! | μεσονύκτιον | μεσονύκτιᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μεσονυκτίω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | μεσονυκτίοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μεσονύκτιον < ουδέτερο του μεσονύκτιος < μέσος + νύξ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.