τετρανυκτία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | τετρανυκτία | οι | τετρανυκτίες |
| γενική | της | τετρανυκτίας | των | τετρανυκτιών |
| αιτιατική | την | τετρανυκτία | τις | τετρανυκτίες |
| κλητική | τετρανυκτία | τετρανυκτίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
τετρανυκτία θηλυκό
- η χρονική διάρκεια τεσσάρων νυκτών
Μεταφράσεις
τετρανυκτία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.