νυχτοβάτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο νυχτοβάτης οι νυχτοβάτες
      γενική του νυχτοβάτη των νυχτοβατών
    αιτιατική τον νυχτοβάτη τους νυχτοβάτες
     κλητική νυχτοβάτη νυχτοβάτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νυχτοβάτης < μεσαιωνική ελληνική νυκτοβάτης[1] < αρχαία ελληνική νύξ + βαίνω

Ουσιαστικό

νυχτοβάτης αρσενικό

  1. ο υπνοβάτης
  2. (ζωολογία) η νυχτερίδα Nyctalys noctula
  3. (μεταφορικά) κάποιος που δραστηριοποιείται κατά τη διάρκεια της νύχτας
     δείτε τη λέξη νυκτόβιος

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. νυκτοβάτης - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)

Πηγές

  • νυχτοβάτης - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  • νυχτοβάτης - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.