νυμφαίος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νυμφαίος η νυμφαία το νυμφαίο
      γενική του νυμφαίου της νυμφαίας του νυμφαίου
    αιτιατική τον νυμφαίο τη νυμφαία το νυμφαίο
     κλητική νυμφαίε νυμφαία νυμφαίο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νυμφαίοι οι νυμφαίες τα νυμφαία
      γενική των νυμφαίων των νυμφαίων των νυμφαίων
    αιτιατική τους νυμφαίους τις νυμφαίες τα νυμφαία
     κλητική νυμφαίοι νυμφαίες νυμφαία
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

νυμφαίος < αρχαία ελληνική νυμφαῖος < νύμφη / Νύμφη

Επίθετο

νυμφαίος

  1. που έχει σχέση με τις αρχαίες νύμφες / Νύμφες ή αναφέρεται σ’ αυτές
  2. (ουσιαστικοποιημένο) νυμφαίο: ιερό των αρχαίων νυμφών / Νυμφών

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.