νυκτοπόρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η νυκτοπόρος οι νυκτοπόροι
      γενική του/της νυκτοπόρου των νυκτοπόρων
    αιτιατική τον/τη νυκτοπόρο τους/τις νυκτοπόρους
     κλητική νυκτοπόρε νυκτοπόροι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νυκτοπόρος < ελληνιστική κοινή νυκτοπόρος / νυκτιπόρος < αρχαία ελληνική νύξ + πόρος

Ουσιαστικό

νυκτοπόρος αρσενικό ή θηλυκό

  1. που πορευοεται μέσα στη νύχτα
  2. (κατ’ επέκταση) ξενύχτης, νυκτόβιος

Συνώνυμα

  • νυχτοπερπατητής

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.