νυκτοπορώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- νυκτοπορώ < αρχαία ελληνική νυκτοπορέω / νυκτοπορῶ < νύξ + πόρος
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις νυκτοπόρος, νύχτα και πορεία
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | νυκτοπορώ | νυκτοπορούσα | θα νυκτοπορώ | να νυκτοπορώ | νυκτοπορώντας | |
| β' ενικ. | νυκτοπορείς | νυκτοπορούσες | θα νυκτοπορείς | να νυκτοπορείς | (νυκτοπόρει) | |
| γ' ενικ. | νυκτοπορεί | νυκτοπορούσε | θα νυκτοπορεί | να νυκτοπορεί | ||
| α' πληθ. | νυκτοπορούμε | νυκτοπορούσαμε | θα νυκτοπορούμε | να νυκτοπορούμε | ||
| β' πληθ. | νυκτοπορείτε | νυκτοπορούσατε | θα νυκτοπορείτε | να νυκτοπορείτε | νυκτοπορείτε | |
| γ' πληθ. | νυκτοπορούν(ε) | νυκτοπορούσαν(ε) | θα νυκτοπορούν(ε) | να νυκτοπορούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | νυκτοπόρησα | θα νυκτοπορήσω | να νυκτοπορήσω | νυκτοπορήσει | ||
| β' ενικ. | νυκτοπόρησες | θα νυκτοπορήσεις | να νυκτοπορήσεις | νυκτοπόρησε | ||
| γ' ενικ. | νυκτοπόρησε | θα νυκτοπορήσει | να νυκτοπορήσει | |||
| α' πληθ. | νυκτοπορήσαμε | θα νυκτοπορήσουμε | να νυκτοπορήσουμε | |||
| β' πληθ. | νυκτοπορήσατε | θα νυκτοπορήσετε | να νυκτοπορήσετε | νυκτοπορήστε | ||
| γ' πληθ. | νυκτοπόρησαν νυκτοπορήσαν(ε) |
θα νυκτοπορήσουν(ε) | να νυκτοπορήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω νυκτοπορήσει | είχα νυκτοπορήσει | θα έχω νυκτοπορήσει | να έχω νυκτοπορήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις νυκτοπορήσει | είχες νυκτοπορήσει | θα έχεις νυκτοπορήσει | να έχεις νυκτοπορήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει νυκτοπορήσει | είχε νυκτοπορήσει | θα έχει νυκτοπορήσει | να έχει νυκτοπορήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε νυκτοπορήσει | είχαμε νυκτοπορήσει | θα έχουμε νυκτοπορήσει | να έχουμε νυκτοπορήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε νυκτοπορήσει | είχατε νυκτοπορήσει | θα έχετε νυκτοπορήσει | να έχετε νυκτοπορήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν νυκτοπορήσει | είχαν νυκτοπορήσει | θα έχουν νυκτοπορήσει | να έχουν νυκτοπορήσει |
| |
Μεταφράσεις
νυκτοπορώ
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.