ἐντρέπομαι

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἐντρέπομαι, μέση φωνή του ρήματος ἐντρέπω

Ρήμα

ἐντρέπομαι

  1. στρέφομαι δεξιά και αριστερά
  2. (με γενική προσώπου) σέβομαι κάποιον
  3. (με απαρέμαφατο) φροντίζω να ...
  4. (ελληνιστική )
    1. (με αιτιατική) ντρέπομαι κάποιον, δείχνω σεβασμό σε κάποιον
    2. ντρέπομαι, αισχύνομαι
      εἰ δέ τις οὐχ ὑπακούει τῷ λόγῳ ἡμῶν διὰ τῆς ἐπιστολῆς, τοῦτον σημειοῦσθε, καὶ μὴ συναναμίγνυσθαι αὐτῷ, ἵνα ἐντραπῇ (Παύλου,Προς Θεσσαλονικείς B΄, 3.14)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.