ντουλαπτσής

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ντουλαπτσής < οθωμανική τουρκική طولابجی‎ (dolabcı‎), τουρκική dolapçı· κυριολεκτικά: αυτός που κατασκευάζει ντουλάπια, μεταφορικά: ο δόλιος

Προφορά

ΔΦΑ : /du.lapˈt͡sis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ντουλαπτσής

Ουσιαστικό

ντουλαπτσής αρσενικό

Πηγές

  • Αγγελική Ράλλη (2017), Λεξικό διαλεκτικής ποικιλίας Κυδωνιών, Μοσχονησίων & Βορειοανατολικής Λέσβου. Παλλήνη: Ελληνικό Ίδρυμα Ιστορικών Μελετών [ΙΔΙΣΜΕ]. ISBN 978-960-9789-06-6, σελ. 222.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.