ερμάριο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ερμάριο | τα | ερμάρια |
| γενική | του | ερμάριου & ερμαρίου |
των | ερμάριων & ερμαρίων |
| αιτιατική | το | ερμάριο | τα | ερμάρια |
| κλητική | ερμάριο | ερμάρια | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Μεταφράσεις
ερμάριο
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.