νούλα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νούλα οι νούλες
      γενική της νούλας
    αιτιατική τη νούλα τις νούλες
     κλητική νούλα νούλες
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νούλα < (άμεσο δάνειο) ιταλική nulla (τίποτε) < λατινική nulla, θηλυκό του nullus (κανείς)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈnu.la/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νούλα

Ουσιαστικό

νούλα θηλυκό

  1. το μηδενικό, το τίποτε
  2. (σκάκι) η ισοπαλία
  3. (μεταφορικά)
    1. χαμένος κόπος
       συνώνυμα: τζίφος
    2. άνθρωπος που δεν αξίζει

Σημειώσεις

  • στο σκάκι διαφέρει από το πατ (το οποίο είναι αναγκαστική ισοπαλία)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.