νομοτέλεια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | νομοτέλεια | οι | νομοτέλειες |
| γενική | της | νομοτέλειας | των | νομοτελειών |
| αιτιατική | τη | νομοτέλεια | τις | νομοτέλειες |
| κλητική | νομοτέλεια | νομοτέλειες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- νομοτέλεια < νόμος + -ο- + -τέλεια (< -τελής < αρχαία ελληνική τέλος)
Προφορά
- ΔΦΑ : /no.moˈte.li.a/
Ουσιαστικό
νομοτέλεια θηλυκό
- (φιλοσοφία) η υπαγωγή οποιουδήποτε φαινομένου της πραγματικότητας σε απαράβατους και σταθερούς κανόνες ή νόμους
Συγγενικά
- νομοτελειακά
- νομοτελειακός
- νομοτελεστικός
- → δείτε τις λέξεις νόμος και τέλος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.