νομιμοποιημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | νομιμοποιημένος | η | νομιμοποιημένη | το | νομιμοποιημένο |
| γενική | του | νομιμοποιημένου | της | νομιμοποιημένης | του | νομιμοποιημένου |
| αιτιατική | τον | νομιμοποιημένο | τη | νομιμοποιημένη | το | νομιμοποιημένο |
| κλητική | νομιμοποιημένε | νομιμοποιημένη | νομιμοποιημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | νομιμοποιημένοι | οι | νομιμοποιημένες | τα | νομιμοποιημένα |
| γενική | των | νομιμοποιημένων | των | νομιμοποιημένων | των | νομιμοποιημένων |
| αιτιατική | τους | νομιμοποιημένους | τις | νομιμοποιημένες | τα | νομιμοποιημένα |
| κλητική | νομιμοποιημένοι | νομιμοποιημένες | νομιμοποιημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Αντώνυμα
Συγγενικά
- νομιμοποιημένα
- → δείτε τη λέξη νομιμοποιώ
Μεταφράσεις
νομιμοποιημένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.