νομιμοποιώ
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
νομιμοποιώ (παθητική φωνή: νομιμοποιούμαι)
Συγγενικά
- ανομιμοποίητα
- ανομιμοποίητος
- νομιμοποιημένα
- νομιμοποιημένος
- νομιμοποίηση
- νομιμοποιητικά
- νομιμοποιητικός
- → δείτε τις λέξεις νόμιμος, νόμος και ποιώ
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | νομιμοποιώ | νομιμοποιούσα | θα νομιμοποιώ | να νομιμοποιώ | νομιμοποιώντας | |
| β' ενικ. | νομιμοποιείς | νομιμοποιούσες | θα νομιμοποιείς | να νομιμοποιείς | (νομιμοποίει) | |
| γ' ενικ. | νομιμοποιεί | νομιμοποιούσε | θα νομιμοποιεί | να νομιμοποιεί | ||
| α' πληθ. | νομιμοποιούμε | νομιμοποιούσαμε | θα νομιμοποιούμε | να νομιμοποιούμε | ||
| β' πληθ. | νομιμοποιείτε | νομιμοποιούσατε | θα νομιμοποιείτε | να νομιμοποιείτε | νομιμοποιείτε | |
| γ' πληθ. | νομιμοποιούν(ε) | νομιμοποιούσαν(ε) | θα νομιμοποιούν(ε) | να νομιμοποιούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | νομιμοποίησα | θα νομιμοποιήσω | να νομιμοποιήσω | νομιμοποιήσει | ||
| β' ενικ. | νομιμοποίησες | θα νομιμοποιήσεις | να νομιμοποιήσεις | νομιμοποίησε | ||
| γ' ενικ. | νομιμοποίησε | θα νομιμοποιήσει | να νομιμοποιήσει | |||
| α' πληθ. | νομιμοποιήσαμε | θα νομιμοποιήσουμε | να νομιμοποιήσουμε | |||
| β' πληθ. | νομιμοποιήσατε | θα νομιμοποιήσετε | να νομιμοποιήσετε | νομιμοποιήστε | ||
| γ' πληθ. | νομιμοποίησαν νομιμοποιήσαν(ε) |
θα νομιμοποιήσουν(ε) | να νομιμοποιήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω νομιμοποιήσει | είχα νομιμοποιήσει | θα έχω νομιμοποιήσει | να έχω νομιμοποιήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις νομιμοποιήσει | είχες νομιμοποιήσει | θα έχεις νομιμοποιήσει | να έχεις νομιμοποιήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει νομιμοποιήσει | είχε νομιμοποιήσει | θα έχει νομιμοποιήσει | να έχει νομιμοποιήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε νομιμοποιήσει | είχαμε νομιμοποιήσει | θα έχουμε νομιμοποιήσει | να έχουμε νομιμοποιήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε νομιμοποιήσει | είχατε νομιμοποιήσει | θα έχετε νομιμοποιήσει | να έχετε νομιμοποιήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν νομιμοποιήσει | είχαν νομιμοποιήσει | θα έχουν νομιμοποιήσει | να έχουν νομιμοποιήσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.