ανομιμοποίητος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ανομιμοποίητος | η | ανομιμοποίητη | το | ανομιμοποίητο |
| γενική | του | ανομιμοποίητου | της | ανομιμοποίητης | του | ανομιμοποίητου |
| αιτιατική | τον | ανομιμοποίητο | την | ανομιμοποίητη | το | ανομιμοποίητο |
| κλητική | ανομιμοποίητε | ανομιμοποίητη | ανομιμοποίητο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ανομιμοποίητοι | οι | ανομιμοποίητες | τα | ανομιμοποίητα |
| γενική | των | ανομιμοποίητων | των | ανομιμοποίητων | των | ανομιμοποίητων |
| αιτιατική | τους | ανομιμοποίητους | τις | ανομιμοποίητες | τα | ανομιμοποίητα |
| κλητική | ανομιμοποίητοι | ανομιμοποίητες | ανομιμοποίητα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ανομιμοποίητος < α- + νομιμοποιώ + -τος
Αντώνυμα
Συγγενικά
- ανομιμοποίητα
- → δείτε τη λέξη νομιμοποιώ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.