νομενκλατούρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νομενκλατούρα οι νομενκλατούρες
      γενική της νομενκλατούρας
    αιτιατική τη νομενκλατούρα τις νομενκλατούρες
     κλητική νομενκλατούρα νομενκλατούρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νομενκλατούρα < (άμεσο δάνειο) ρωσική номенклатура (nomenklatúra) < λατινική nomenclatura < nomenclator < nomen + calo

Ουσιαστικό

νομενκλατούρα θηλυκό

  1. ονοματολογία, ονοματοδοσία
  2. κατάλογος ονομάτων αξιωματούχων στα σοσιαλιστικά καθεστώτα
  3. (κατ' επέκταση) η προνομιούχα κοινωνική τάξη των αξιωματούχων, ιδίως στα σοσιαλιστικά καθεστώτα
  4. κομματική/συνδικαλιστική νομενκλατούρα
  5. (μειωτικά) στελέχη που νέμονται αξιώματα, προνόμια και διευκολύνσεις

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.