κομματικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κομματικός | η | κομματική | το | κομματικό |
| γενική | του | κομματικού | της | κομματικής | του | κομματικού |
| αιτιατική | τον | κομματικό | την | κομματική | το | κομματικό |
| κλητική | κομματικέ | κομματική | κομματικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κομματικοί | οι | κομματικές | τα | κομματικά |
| γενική | των | κομματικών | των | κομματικών | των | κομματικών |
| αιτιατική | τους | κομματικούς | τις | κομματικές | τα | κομματικά |
| κλητική | κομματικοί | κομματικές | κομματικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
κομματικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.