νοώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

νοώ < αρχαία ελληνική νοῶ (νοέω)

Προφορά

ΔΦΑ : /noˈo/

Ρήμα

νοώ, παθητικό: νοούμαι

  1. αντιλαμβάνομαι με το νου
     συνώνυμα: καταλαβαίνω
  2. (γενικότερα) κάνω με το νου συλλογισμούς με βάση τα εκάστοτε δεδομένα
     συνώνυμα: σκέφτομαι, στοχάζομαι, συλλογίζομαι

Εκφράσεις

  • ο νοών νοείτω: όποιος έχει μυαλό κατάλαβε, δεν θα δώσω άλλες εξηγήσεις

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.