νοητικότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | νοητικότητα | οι | νοητικότητες |
| γενική | της | νοητικότητας | των | νοητικοτήτων |
| αιτιατική | τη | νοητικότητα | τις | νοητικότητες |
| κλητική | νοητικότητα | νοητικότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /no.i.tiˈko.ti.ta/
Μεταφράσεις
νοητικότητα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.