νηπενθής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | νηπενθής | η | νηπενθής | το | νηπενθές |
| γενική | του | νηπενθούς* | της | νηπενθούς | του | νηπενθούς |
| αιτιατική | τον | νηπενθή | τη | νηπενθή | το | νηπενθές |
| κλητική | νηπενθή(ς) | νηπενθής | νηπενθές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | νηπενθείς | οι | νηπενθείς | τα | νηπενθή |
| γενική | των | νηπενθών | των | νηπενθών | των | νηπενθών |
| αιτιατική | τους | νηπενθείς | τις | νηπενθείς | τα | νηπενθή |
| κλητική | νηπενθείς | νηπενθείς | νηπενθή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- νηπενθής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική νηπενθής < νη- + πένθ(ος) + -ής
Επίθετο
νηπενθής, -ής, -ές
Συγγενικά
Αρχαία ελληνικά (grc)
| Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| Ονομαστική | ὁ, ἡ νηπενθής | τὸ νηπενθές | οἱ, αἱ νηπενθεῖς | τὰ νηπενθῆ |
| Γενική | τοῦ, τῆς νηπενθοῦς | τοῦ νηπενθοῦς | τῶν νηπενθῶν | τῶν νηπενθῶν |
| Δοτική | τῷ, τῇ νηπενθεῖ | τῷ νηπενθεῖ | τοῖς, ταῖς νηπενθέσι(ν) | τοῖς νηπενθέσι(ν) |
| Αιτιατική | τὸν, τὴν νηπενθῆ | τὸ νηπενθές | τοὺς, τὰς νηπενθεῖς | τὰ νηπενθῆ |
| Κλητική | νηπενθές | νηπενθές | νηπενθεῖς | νηπενθῆ |
| Πτώσεις | Δυικός | |||
| Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | νηπενθεῖ | |||
| Γενική-Δοτική | νηπενθοῖν | |||
Επίθετο
νηπενθής, -ής, -ές (επίρρημα: νηπενθῶς)
- που δεν πενθεί, που δεν αισθάνεται λύπη, που αποβάλλει το πένθος ή τη λύπη
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 4 (δ. Τὰ ἐν Λακεδαίμονι.), στίχ. 220 (στίχοι 220-221) αὐτίκ᾽ ἄρ᾽ εἰς οἶνον βάλε φάρμακον, ἔνθεν ἔπινον, / νηπενθές τ᾽ ἄχολόν τε, κακῶν ἐπίληθον ἁπάντων
- κάποιο βοτάνι επήρε κι έριξε μες στο κρασί που επίναν, / ξαρρωστικό του πόνου, ανέχολο, λησμονικό της πίκρας (Μετάφραση: Καζαντζάκης/Κακριδής)
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 4 (δ. Τὰ ἐν Λακεδαίμονι.), στίχ. 220 (στίχοι 220-221) αὐτίκ᾽ ἄρ᾽ εἰς οἶνον βάλε φάρμακον, ἔνθεν ἔπινον, / νηπενθές τ᾽ ἄχολόν τε, κακῶν ἐπίληθον ἁπάντων
- χαρακτηριστικό επίθετο του θεού Απόλλωνα
Συνώνυμα
- ἀπενθής
Πηγές
- νηπενθής - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- νηπενθής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.