νηπενθές

Νέα ελληνικά (el)

Το φυτό νηπενθές
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το νηπενθές τα νηπενθή
      γενική του νηπενθούς των νηπενθών
    αιτιατική το νηπενθές τα νηπενθή
     κλητική νηπενθές νηπενθή
Κατηγορία όπως «αιλουροειδές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νηπενθές < γαλλική népènthes < λατινική nepenthes < αρχαία ελληνική νηπενθής (αντιδάνειο) < νη- + πένθος

Ουσιαστικό

νηπενθές ουδέτερο
(φυτό)

  1. γένος φυτών της οικογένειας των νηπενθιδών, της κλάσης των δικοτυλήδονων
  2. φυτό (εντομοφάγο) των τροπικών χωρών
  3. η μπουράτζα σύμφωνα με τον Πλίνιο τον Πρεσβύτερο και τον Πεδάνιο Διοσκουρίδη στις ομηρικές τους ερμηνείες

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.