νηπενθές
Νέα ελληνικά (el)

Το φυτό νηπενθές
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | νηπενθές | τα | νηπενθή |
| γενική | του | νηπενθούς | των | νηπενθών |
| αιτιατική | το | νηπενθές | τα | νηπενθή |
| κλητική | νηπενθές | νηπενθή | ||
| Κατηγορία όπως «αιλουροειδές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- νηπενθές < γαλλική népènthes < λατινική nepenthes < αρχαία ελληνική νηπενθής (αντιδάνειο) < νη- + πένθος
Ουσιαστικό
νηπενθές ουδέτερο
(φυτό)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.