νερομπούλι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το νερομπούλι τα νερομπούλια
      γενική του νερομπουλιού των νερομπουλιών
    αιτιατική το νερομπούλι τα νερομπούλια
     κλητική νερομπούλι νερομπούλια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νερομπούλι < νερο- + (άμεσο δάνειο) ιταλική (διάλεκτος) bollo[1] / bollire +

Προφορά

ΔΦΑ : /ne.ɾoˈbu.li/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νερομπούλι

Ουσιαστικό

νερομπούλι ουδέτερο

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.