φρέντο
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- φρέντο < λατινική freddo < λατινική frigidus < frigeo < frigus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *sriHgos
Ουσιαστικό
φρέντο αρσενικό άκλιτο
- (καφές) είδος κρύου καφέ (εσπρέσο ή καπουτσίνου)
- ※ Παλιότερα και ειδικά τους καλοκαιρινούς μήνες ήμουν οπαδός του φραπέ. Πλέον όμως πίνω αποκλειστικά φρέντο, αφού είναι πιο ελαφρύς και δεν με πειράζει στο στομάχι. (Εφημερίδα Τα Νέα, 25/7/2009)
-
Καφές στη Βικιπαίδεια

Σημειώσεις
- Ενίοτε γίνεται προσπάθεια να προσαρμοστεί, ως αρσενικό ή ουδέτερο, στο κλιτικό σύστημα της νέας ελληνικής.
- ※ Σήμερα ευτυχώς η κορυφαία αυτή πολιτισμική διαφορά έχει εκλείψει. Όχι επειδή καταφέραμε να εξαγάγουμε τον φραπέ ως φολκλόρ ελληνικό έδεσμα, μαζί με το σουβλάκι, τη χωριάτικη και την ταραμοσαλάτα (αν και δεν βλέπω τον λόγο γιατί δεν θα μπορούσε να γίνει και αυτό), αλλά γιατί εισαγάγαμε τον κρύο καπουτσίνο, κοινώς φρέντο, ως εναλλακτική λύση στα παραδοσιακά ροφήματα του καλοκαιριού. Με αυτό τον τρόπο βρεθήκαμε στη μάλλον δυσάρεστη θέση να τον κλίνουμε: ο φρέντος, του φρέντου… (εφ. Το Βήμα, 27/11/2008)
Μεταφράσεις
φρέντο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.