νεοφασισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | νεοφασισμός | οι | νεοφασισμοί |
| γενική | του | νεοφασισμού | των | νεοφασισμών |
| αιτιατική | τον | νεοφασισμό | τους | νεοφασισμούς |
| κλητική | νεοφασισμέ | νεοφασισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- νεοφασισμός < νεο- + φασισμός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική neofascism[1] [2] ή ιταλική neofascismo[2] ή γαλλική néofascisme[2])
Προφορά
- ΔΦΑ : /ne.o.fa.siˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νε‐ο‐φα‐σι‐σμός
Ουσιαστικό
νεοφασισμός αρσενικό
- (πολιτική) σύγχρονη μορφή ή εκδοχή του φασισμού
- ※ Άθελα λοιπόν, ο νεοφιλελευθερισμός (στο βαθμό που επιμένει στα μνημόνια) ανοίγει το δρόμο στο νεοφασισμό. (εφημερίδα Το Βήμα)
Συγγενικά
- νεοφασίστας
- νεοφασιστικά
- νεοφασιστικός
- νεοφασίστρια
- → δείτε τις λέξεις νέος και φασισμός
Μεταφράσεις
νεοφασισμός
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- νεοφασισμός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.