νεοφασιστικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | νεοφασιστικός | η | νεοφασιστική | το | νεοφασιστικό |
| γενική | του | νεοφασιστικού | της | νεοφασιστικής | του | νεοφασιστικού |
| αιτιατική | τον | νεοφασιστικό | τη | νεοφασιστική | το | νεοφασιστικό |
| κλητική | νεοφασιστικέ | νεοφασιστική | νεοφασιστικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | νεοφασιστικοί | οι | νεοφασιστικές | τα | νεοφασιστικά |
| γενική | των | νεοφασιστικών | των | νεοφασιστικών | των | νεοφασιστικών |
| αιτιατική | τους | νεοφασιστικούς | τις | νεοφασιστικές | τα | νεοφασιστικά |
| κλητική | νεοφασιστικοί | νεοφασιστικές | νεοφασιστικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- νεοφασιστικός < νεοφασισμός
Μεταφράσεις
νεοφασιστικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.