youth
Αγγλικά (en)
| ενικός | πληθυντικός |
| youth | youths |
Ουσιαστικό
youth (en)
- (μη μετρήσιμο) η νεότητα, η νιότη, τα νιάτα, η μικρή κάποιου ηλικία, ο χρόνος της ζωής που ένα άτομο είναι νέος
- ↪ the friends of my youth - οι φίλοι της νεότητάς/νιότης μου
- ↪ in my youth - στα νιάτα μου
- ↪ Do you have any memories from your youth?
- Έχεις καθόλου μνήμες από τη μικρή σου ηλικία;
- (μόνο πληθυντικός, συνήθως ως the youth) η νεολαία, τα νιάτα, η νεότητα, το σύνολο των νέων
- ↪ the village youth - η νεολαία του χωριού
- ↪ the youth of a nation - τα νιάτα ενός έθνους
- ↪ a youth hostel - ξενώνας νεότητας
- ↪ It is up to the youth to better society.
- Στους νέους ανήκει το να καλυτερέψουν την κοινωνία.
Πηγές
- youth - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 583, 587. ISBN 9780194325684., λήμμα: νεολαία, νιότη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.