πρασεοδύμιο
Νέα ελληνικά (el)
|
Ετυμολογία
- πρασεοδύμιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική praseodymium < αρχαία ελληνική πράσιος + δίδυμος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
πρασεοδύμιο ουδέτερο στον ενικό
- (χημεία) μεταλλικό χημικό στοιχείο, που ανήκει στις λανθανίδες, με ατομικό αριθμό 59 και χημικό σύμβολο το Pr
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | πρασεοδύμιο | τα | πρασεοδύμια |
| γενική | του | πρασεοδυμίου & πρασεοδύμιου |
των | πρασεοδυμίων |
| αιτιατική | το | πρασεοδύμιο | τα | πρασεοδύμια |
| κλητική | πρασεοδύμιο | πρασεοδύμια | ||
| Συνήθως στον ενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
- πρασιοδύμιο
- πρασινοδύμιο
Μεταφράσεις
πρασεοδύμιο
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.