ναυλωτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ναυλωτικός | η | ναυλωτική | το | ναυλωτικό |
| γενική | του | ναυλωτικού | της | ναυλωτικής | του | ναυλωτικού |
| αιτιατική | τον | ναυλωτικό | τη | ναυλωτική | το | ναυλωτικό |
| κλητική | ναυλωτικέ | ναυλωτική | ναυλωτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ναυλωτικοί | οι | ναυλωτικές | τα | ναυλωτικά |
| γενική | των | ναυλωτικών | των | ναυλωτικών | των | ναυλωτικών |
| αιτιατική | τους | ναυλωτικούς | τις | ναυλωτικές | τα | ναυλωτικά |
| κλητική | ναυλωτικοί | ναυλωτικές | ναυλωτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ναυλωτικός < ελληνιστική κοινή ναυλωτικός < αρχαία ελληνική ναῦλος
Επίθετο
ναυλωτικός
- (ναυτικός όρος) που έχει σχέση με ναύλωση ή αναφέρεται σ’ αυτή
- (ουσιαστικοποιημένο) (ναυτικός όρος) ναυλωτικό
Μεταφράσεις
ναυλωτικός
|
|
Πηγές
- ναυλωτικός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.