ναρκωμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ναρκωμένος | η | ναρκωμένη | το | ναρκωμένο |
| γενική | του | ναρκωμένου | της | ναρκωμένης | του | ναρκωμένου |
| αιτιατική | τον | ναρκωμένο | τη | ναρκωμένη | το | ναρκωμένο |
| κλητική | ναρκωμένε | ναρκωμένη | ναρκωμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ναρκωμένοι | οι | ναρκωμένες | τα | ναρκωμένα |
| γενική | των | ναρκωμένων | των | ναρκωμένων | των | ναρκωμένων |
| αιτιατική | τους | ναρκωμένους | τις | ναρκωμένες | τα | ναρκωμένα |
| κλητική | ναρκωμένοι | ναρκωμένες | ναρκωμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ναρκωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ναρκώνω
Μεταφράσεις
ναρκωμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.